- πόμα
- πόμαnom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόμα — ατος, τὸ, Α 1. βλ. πῶμα (II) 2. το φυτό φοίνιξ* 3. μτφ. άσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού πίνω* (πρβλ. ποτός, πόσις) + κατάλ. μα (πρβλ. πῶμα)] … Dictionary of Greek
πόμ' — πόμα , πόμα nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόματα — πόμα neut nom/voc/acc pl πόμα masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομάτεσι — πόμα dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομάτων — πόμα gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμασι — πόμα dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμασιν — πόμα dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμασσι — πόμα dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόματι — πόμα dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόματος — πόμα gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)